σουστάρω

σουστάρω
και σουστέρνω Ν
1. πηδώ πάνω σε ελατήρια
2. (ιδίως για χορευτή) μιμούμαι την κίνηση τής σούστας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σούστα + κατάλ. -άρω / -(έ)ρνω (πρβλ. φορμ-άρω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σουστάρισμα — το, Ν [σουστάρω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σουστάρω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”